- δεκετηρίδα
- δεκετηρίςspace of ten yearsfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δεκετηρικός — δεκετηρικός, ή, όν (Α) [δεκετηρίς] όποιος ανήκει ή αναφέρεται στη δεκετηρίδα αυτοκράτορα … Dictionary of Greek